- βολεύω
- 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώβ) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζωγ) γαμώ3. φρ. α) «τα βολεύω» — τα καταφέρνω, με αρκετές προσπάθειες αντιμετωπίζω τις δυσκολίεςβ) «τα βολεύω με κάποιον» — συμβιβάζομαι4. βολεύομαια) τακτοποιούμαι, δεν έχω πολλά προβλήματαβ) κάθομαι άνετα.[ΕΤΥΜΟΛ. βολεύω < *ευβολεύω < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεί). Κατ' άλλη άποψη, το βολεύω ανάγεται στο μτγν. ευβολέω, -ώ («πετυχαίνω στον βόλο, στο ρίξιμο του κύβου»), αφού μεταπλάστηκε σε *ευβολεύω, αναλογικά προς άλλα συνώνυμα σε -εύω (πρβλ. κηδεύω, οικοκυρεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.